τονουμένων

τονουμένων
τονέω
pres part mp fem gen pl (attic epic doric)
τονέω
pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric)
τονόω
brace up
pres part mp fem gen pl
τονόω
brace up
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τονώνω — τονῶ, όω, ΝΑ [τόνος (Ι)] 1. δίνω σε κάτι τόνο, δύναμη, ζωή, ενδυναμώνω, ενισχύω (α. «το φάρμακο τόν τόνωσε» β. «τρέφοισαι καὶ τόνοισαι καὶ τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς», Τιμ. Λοκρ.) 2. βάζω τόνο, τονίζω (α. «τονούμενη συλλαβή» β. «περὶ τῶν διαφόρως… …   Dictionary of Greek

  • Φιλόπονος, Ιωάννης — Γραμματικός και θεολόγος του 6ου αι., ο οποίος έζησε στην Αλεξάνδρεια. Ήταν μαθητής του Ερμεία και του Αμμωνίου. Διακρίθηκε ανάμεσα στους σπουδαιότερους απολογητές του μονοφυσιτισμού. Τα κυριότερα έργα του τιτλοφορούνται: Τονικά παραγγέλματα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”